- ακρούραιο
- και ακρουραίο, τοη άκρη τού ουραίου οπισθογεμούς όπλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + ουραίοη λ. πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόριο Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ, la queue de culasse].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.